Το ποσοστό 1

Μια μικρή σταγόνα είχε ξεκινήσει από τους κροτάφους του και σαν να τον ανταγωνιζόταν έτρεχε πανω στο μάγουλο. Ο Δημήτρης ήταν η σταγόνα και το πλακόστρωτο το πρόσωπό του. Κατηφόριζε τη Σοφοκλέους και αυτή η χειροπέδα στο χέρι του ήταν πολύ ενοχλητική. Αλλά ήταν αναγκαία. Έστω για μερικές εκατοντάδες μέτρα. Ποιος ξέρει τι μπορούσε να συμβεί. Δεν γίνεται κάθε μέρα να βγάζεις τους χαμένους κερδισμένους και να τους πείσεις να σου δώσουν και μερίδιο των κερδών. Τα είχαν προσυμφωνήσει. Τους είχε ανακοινώσει την απόφαση του να αποχωρήσει και βάση του τελευταίου ισολογισμού έπρεπε να πάρει τη βαλίτσα. Όχι άδεια. Μετά την πρωινή συνεδρίαση του τη γεμίσανε και τον ρώτησαν αν θα έρθει κανείς να τον πάρει. Τόσα λεφτά που να τα κυκλοφορήσεις; Περπατώντας στο κέντρο της Αθήνας; Σε φάγανε. Η ανάσα του μύριζε ουίσκι και η μυρωδιά πήγαινε τέλεια με το άρωμα της ρωσίδας που τον περιποιήθηκε το προηγούμενο βράδυ. Γιόρταζε την επιτυχία του.

Πέρασε τρέχοντας την Αθηνάς. Είδε το αυτοκίνητο με αλάρμ αναμμένα σε μια γωνία της Σοφοκλέους. ‘Μερικά μέτρα ακόμα’ σκέφτηκε. Ξαφνικά άκουσε πίσω του ένα διαπεραστικό σφύριγμα. Τα λάστιχα ενός μαύρου ιταλικού αυτοκινήτου άφησαν ένα ζεστό σημάδι στην άσφαλτο. Γύρισε το κεφάλι και ένιωσε τις παγωμένες κάννες της καραμπίνας να πιέζουν τη μύτη του. Η ουροδόχος κύστη του παραδόθηκε. ‘Δώσε τη βαλίτσα’. Αντίκρισε δυο μάτια μέσα από μια μάλλινη κουκούλα να τον διαπερνούν χωρίς να έχουν διάθεση να περιμένουν πολύ. ‘Ποιοι είστε;’ ‘Ξεκλείδωσε τη βαλίτσα αν εκτιμάς το τομάρι σου’ Ο τόνος της φωνής του ακουγόταν πολύ σοβαρός. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν και δεν έκανε καμία κίνηση. Ο δεύτερος κουκουλοφόρος ακούμπησε την καραμπίνα που κρατούσε πάνω στο χέρι με την χειροπεδα. Πίεσε τη σκανδάλη. Το αίμα ανακατεύτηκε με την κραυγή του Δημήτρη και πολλά μικρά κομματάκια αυτού που πριν λίγο ήταν ο καρπός του σκόρπισαν πάνω στη βαλίτσα και στα ρούχα του. ‘Τον γάμησες ρε μαλάκα, δεν είπαμε να μην πυροβολήσουμε; ‘Σκάσε και πάρε τη βαλίτσα’ Ο Δημήτρης είχε σωριαστεί βλέποντας το αίμα του να τρέχει πάνω στο πεζοδρόμιο ενώ από το αυτοκίνητο που τον περίμενε είχε βγει ο οδήγός και έτρεχε προς το μέρος του. Ο ένας από τους κουκουλοφόρους σήκωσε τη βαλίτσα, τη σκούπισε πάνω στο όχι πια γκρίζο σακάκι του Δημήτρη και μπήκε στο αυτοκίνητο. ‘ Γεια σου γουρούνι’ είπε ο δευτέρος και αφού έφτυσε τον αιμόφυρτο έκατσε στο μπροστά κάθισμα του αυτοκινήτου και βρόντηξε τη πόρτα πίσω του. Όσο ακούγονταν τα λάστιχα του αυτοκινήτου να στριγγλίζουν ο Δημήτρης αποχαιρετούσε το μεγάλο του κόλπο, το χέρι του, και ίσως τη ζωή του…

To be continued…

Σχολιάστε